θυαφόρος

θυαφόρος
θῠαφόρος, ,
A thurifer, SIG1025.52 (Cos, iv/iii B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θυαφόρος — θυαφόρος, ὁ (Α) επιγρ. λιβανοφόρος, αυτός που φέρει θύα*, λιβανωτό για τη θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύα + φόρος (< φέρω), πρβλ. αγγελια φόρος, κανη φόρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”